το παραμύθι στέγνωσε από νεράιδες του δάσους
σαγηνεύτικε από ανήθικους κομπάρσους
στοιχειώσε τις παιδικές μου ιστορίες
έρχονται χρόνια δύσκολα, δικτατορίες
με ξύπνησαν οι μυρουδιές της στάχτης
τριβελίζουν το μυαλό σαν σφάχτης
έκαψαν ακόμα και το φτωχό μου μερτικό
με αρρώστησαν χωρίς να υπάρχει γιατρικό
τα όνειρα μου κρύφτηκαν, ξεπρόβαλε σκοτάδι
και οι πηγές στενέψανε, βγάζουμε αίμα απ το πηγάδι
και όποιος διψασει δεν πρόκειται να βρει νερό
αργοπεθαινουμε σε μέλλον ζοφερό
ξεχασμένες προσευχές ανακαλώ στη μνήμη
μα η κοινωνία μου προστάζει να γενω αγρίμι
για να ξεσκίσω σάρκες που μου στέρησαν πνοή
γιατί ακόμη και ο καλός θεουλης με αγνοεί
κουράστηκα, απογοητεύτηκα ψοφήσανε πια τα περιστέρια
έπαψα να κοιτώ τον ουρανό, να ψάχνω πεφταστέρια
γρατζούνισα για λίγο τη κιθάρα
και αποχαιρέτησα το κόσμο με κατάρα
και οι πηγές στενέψανε, βγάζουμε αίμα απ το πηγάδι
και όποιος διψασει δεν πρόκειται να βρει νερό
αργοπεθαινουμε σε μέλλον ζοφερό
ξεχασμένες προσευχές ανακαλώ στη μνήμη
μα η κοινωνία μου προστάζει να γενω αγρίμι
για να ξεσκίσω σάρκες που μου στέρησαν πνοή
γιατί ακόμη και ο καλός θεουλης με αγνοεί
κουράστηκα, απογοητεύτηκα ψοφήσανε πια τα περιστέρια
έπαψα να κοιτώ τον ουρανό, να ψάχνω πεφταστέρια
γρατζούνισα για λίγο τη κιθάρα
και αποχαιρέτησα το κόσμο με κατάρα